Δημήτρης Σταμούλης | ΠΡΙΝ
▸«Το
πρόβλημα είναι εσωτερικό και όχι εισαγόμενο, όπως θέλει να το
παρουσιάσει η κυβέρνηση», τονίζει στο Πριν ο Τάκης Πεβερέτος, πρόεδρος
του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, επισημαίνοντας ότι «μεγάλοι
κερδισμένοι είναι μια χούφτα μεγάλοι όμιλοι της ενέργειας και των σούπερ
μάρκετ».
Πώς
είναι δυνατόν οι τιμές στο γάλα να υποχωρούν σε όλη την ΕΕ και στην
Ελλάδα να αυξάνονται (Νοέμβριος 2023); Γιατί η χώρα μας είναι
πρωταθλήτρια στον πληθωρισμό του κρέατος με 8%, έναντι 4,9% στην
ευρωζώνη; Πώς εξηγείται να κατέχουμε την «πρωτιά» στην ακρίβεια σε
ελαιόλαδο (+58,5%), τυρί (+9,4%), φρούτα (+14,9%), ενώ και ο ρυθμός
ανόδου των τιμών σε κοτόπουλο και αυγά είναι εξαπλάσιος και διπλάσιος
αντίστοιχα έναντι του μέσου όρου στην ΕΕ; Και γιατί οι
γαλακτοβιομηχανίες, οι μεταποιητικές εταιρείες, οι έμποροι και ειδικά οι
αλυσίδες σούπερ μάρκετ εκτινάσσουν τις τιμές, όταν οι κτηνοτρόφοι
καταγγέλλουν ότι εκβιάζονται για να πουλήσουν το γάλα τους σε
χαμηλότερες τιμές από πέρσι παρά την ασφυξία των κτηνοτροφικών μονάδων,
λόγω της εκτίναξης των λειτουργικών εξόδων τους;
«Το
πρόβλημα είναι εσωτερικό και όχι εισαγόμενο, όπως θέλει να το
παρουσιάσει η κυβέρνηση», ξεκαθάρισε μιλώντας στο Πριν ο Τάκης
Πεβερέτος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ),
επισημαίνοντας ότι «μεγάλοι κερδισμένοι είναι μια χούφτα μεγάλοι όμιλοι
της ενέργειας και των σούπερ μάρκετ, καθώς αφότου πούλησαν τη ΔΕΗ και
την Αγροτική Τράπεζα, δεν έχουμε πού να ακουμπήσουμε». Μήπως το «κακό»
ξεκινά από τις πιο υψηλές τιμές που πουλάνε σήμερα οι κτηνοτρόφοι το
γάλα τους στις γαλακτοβιομηχανίες;
Τα
στοιχεία που έδωσε στο Πριν ο Τ. Πεβερέτος είναι αποκαλυπτικά για το
πώς χτίζουν τα μυθικά κέρδη τους μεγαλεμπορικές αλυσίδες και βιομηχανίες
τροφίμων. Το κόστος παραγωγής για 1 κιλό πρόβειο γάλα είναι σήμερα 1,64
ευρώ/κιλό, για γίδινο 1,20 και για αγελαδινό 0,40-0,48 ευρώ/κιλό και οι
τιμές πώλησης ήταν το 2023 σε πρόβειο 1,53 ευρώ/κιλό, γίδινο έως 1,15
ευρώ/κιλό και αγελαδινό 0,50 ευρώ/κιλό. Ήδη μέσα στο 2024 οι τιμές
παραγωγού έπεσαν έως και 20 λεπτά σε πρόβειο και γίδινο και 8 λεπτά στο
αγελαδινό γάλα. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν στη λιανική αγορά το αγελαδινό
γάλα να πωλείται από 1,70 έως 2 ευρώ/κιλό, δηλαδή 3-4 φορές πάνω, το
τυρί γραβιέρα (απαιτεί 10 κιλά αγελαδινού γάλακτος) 20-22 ευρώ/κιλό (4
φορές πάνω) και η φέτα (απαιτεί 3,8-4 κιλά αιγοπρόβειου γάλακτος) 12-15
ευρώ/κιλό, δηλαδή 2-3 φορές πάνω (βλ. πίνακα)!
Ας
δούμε πιο συγκεκριμένα το σκάνδαλο ακρίβειας με τη φέτα, όπως το
περιγράφει ο Τ. Πεβερέτος που διατηρεί μονάδα προβάτων στην Αργολίδα.
Για να παραχθεί 1 κιλό φέτας απαιτούνται περίπου 4 κιλά γάλακτος (70%
πρόβειο και 30% γίδινο). Το κόστος παραγωγής περιλαμβάνει 5,8 ευρώ
κόστος γάλακτος +1 ευρώ κόστος μεταποιητή +0,88 ευρώ ΦΠΑ, συνολικά
δηλαδή 7,6 ευρώ/κιλό, συν περίπου 8% κέρδος εμπόρου. Τελική τιμή θα
έπρεπε να είναι στο ράφι 8,2 εύρω/κιλό. Γιατί όμως πωλείται από τα
σούπερ μάρκετ έως και 16 ευρώ/κιλό; Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΚ,
γνωστός συνεταιρισμός που δίνει φέτα σε κορυφαία αλυσίδα σούπερ μάρκετ,
κάνει λόγο για εμπορικό κέρδος 18%, ενώ άλλες αλυσίδες πουλάνε με κέρδος
25% έως και 40%. Όλα αυτά, σε βάρος των παραγωγών αλλά και των
καταναλωτών που πληρώνουν πολύ πιο ακριβά το προϊόν!
Αλλά
και οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες λειτουργούν ως καρτέλ, πιέζοντας προς
τα κάτω τις τιμές παραγωγού για να κερδοσκοπήσουν ασύστολα στη λιανική
αγορά. Το καλοκαίρι «διέδιδαν» ότι θα πέσουν οι τιμές επειδή μειώθηκαν
οι τιμές στο καλαμπόκι, αλλά από τότε ανατιμήθηκε ξανά. Εάν οι παραγωγοί
δεν δεχτούν να πουλήσουν τόσο χαμηλά το προϊόν τους, αυτό θα μείνει
αδιάθετο και θα βγουν πολλαπλά ζημιωμένοι. Έτσι εξαναγκάζονται να το
πουλήσουν όσο απαιτούν οι βιομήχανοι.
Η τελική τιμή της φέτας στο ράφι πωλείται με κέρδος έως και 40% σε βάρος παραγωγών και καταναλωτών
Αντίστοιχη
είναι η κατάσταση και με το κρέας, όπου οι κτηνοτρόφοι υποφέρουν από
την εκτίναξη των λειτουργικών τους εξόδων αλλά και από τις παράνομες
«ελληνοποιήσεις», παρά το γεγονός ότι υπάρχει τεράστιο έλλειμμα σε βόειο
(85% εισαγόμενο) και χοιρινό (70% εισαγόμενο) κρέας. Δεν είναι τυχαίο
ότι ο κλάδος οδηγείται σταδιακά σε συρρίκνωση, με δραματικές συνέπειες
και για τους καταναλωτές που πληρώνουν «χρυσάφι» τα «ελληνοποιημένα»,
πολύ φθηνότερα και συχνά αγνώστου προελεύσεως, εισαγόμενα κρέατα. Πολλοί
κτηνοτρόφοι έχουν «κόκκινα» δάνεια και προσημειωμένα σπίτια, ενώ η
ακρίβεια σε ρεύμα και πετρέλαιο είναι μόνιμος βραχνάς.
Η ΨΑΛΙΔΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΙΜΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
Τιμή Παραγωγού / Τιμή Καταναλωτή / Διαφορά
Γάλα Αγελαδινό
0,50 €/κιλό Γάλα νωπό
1,70 – 2,00 €/κιλό 3 – 4 φορές επάνω
Γάλα Αγελαδινό
0,50 €/κιλό Τυρί γραβιέρα
(10 κιλά γάλα)
16,00 – 22,00 €/κιλό 4 φορές επάνω
Γάλα Πρόβειο
1,50 €/κιλό Τυρί φέτα
(3,5 – 4 κιλά γάλα)
12,00 – 15,00 €/κιλό 2 – 3 φορές επάνω
Η κτηνοτροφία προς την καταστροφή
Η
κτηνοτροφία βαδίζει προς την καταστροφή με όλο πιο γοργά βήματα, όπως
εκτιμά ο ΣΕΚ. Η υπερφορολόγηση, η υπερχρέωση, η έλλειψη ρευστότητας, το
υψηλό κόστος παραγωγής, το κόστος των βασικών ζωοτροφικών προϊόντων και
της ενέργειας έχουν αυξηθεί πάνω από 100%. Ήδη πολλές κτηνοτροφικές
μονάδες αδυνατούν να αντεπεξέλθουν, κλείνουν ή μειώνουν τον αριθμό των
ζώων προκειμένου να ανταποκριθούν στα έξοδα.
Για
να λειτουργήσει μια μεσαία μονάδα με αυτόματο σύστημα ταΐσματος των
ζώων, μόνο για πετρέλαιο θέλει 500 ευρώ/μήνα, με την επιστροφή φόρου να
είναι ετησίως στα 120 ευρώ, δηλαδή κοροϊδία. Το 2022, σε σύγκριση με το
2020, μειώθηκαν περίπου κατά 10.000 οι αιγοπροβατοτροφικές
εκμεταλλεύσεις και 1.300 περίπου οι βοοτροφικές (ΕΛΣΤΑΤ), ενώ πολλοί
χοιροτρόφοι εγκαταλείπουν τον χώρο, με αποτέλεσμα από σχεδόν 90% κάλυψη,
η εγχώρια ζήτηση να έχει πέσει κάτω από 30%.
Ο
ΣΕΚ και οι κτηνοτρόφοι διεκδικούν μεταξύ άλλων νομοθέτηση ακατάσχετου
των κατοικιών και στάβλων, ρύθμιση των δανείων τους με διαγραφή 80% του
κεφαλαίου και των τόκων, εξασφάλιση ρευστότητας για την αντιμετώπιση του
υψηλού κόστους παραγωγής, προστασία των αγροτικών ζωικών προϊόντων από
τις «ελληνοποιήσεις» και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που
καταβάλουν οι κτηνοτρόφοι προς τον ΕΛΓΑ, που είναι περίπου 16 εκατ. ευρώ
παρότι οι αποζημιώσεις τους δεν ξεπερνούν τα 5 εκατ. ευρώ ετησίως.