Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

14 χρόνια απαξίωσης της εργασίας

 

Ηλίας Ιωακείμογλου

▸ Μόνο λόγω πληθωρισμού ο πραγματικός μέσος μισθός έχει μειωθεί 33% από το 2008

Η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα ακολούθησε πτωτική πορεία από το 2009 έως σήμερα, όχι μόνο με κυβερνήσεις της Δεξιάς αλλά και με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, η ανάλυση των στοιχείων δεν μας προσφέρει κανένα σημάδι ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών τείνει να ανακοπεί στο άμεσο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εάν αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης εργασίας και κεφαλαίου, διότι είναι αυτός ο συσχετισμός που διαμορφώνει τον μέσο μισθό, επομένως και ολόκληρη την μισθολογική κλίμακα που εξαρτάται από αυτόν.


Η Eurostat, στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσιεύει χρονολογική σειρά για τον μέσο ακαθάριστο μισθό για εργασία με πλήρες ωράριο, ο οποίος επομένως δεν επηρεάζεται από την μερική απασχόληση. Πρόκειται για τον μισθό που περιλαμβάνει τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους που πληρώνει ο μισθωτός, αλλά δεν περιλαμβάνει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνει ο εργοδότης.

Στη γραφική παράσταση της αγοραστικής ικανότητας του μέσου ακαθάριστου μισθού για εργασία με πλήρες ωράριο (στο εξής, θα αναφέρεται απλώς ως «μέσος πραγματικός μισθός») διακρίνουμε τρεις περιόδους μεταβολών: την περίοδο από την έναρξη της κρίσης (2008) έως το τέλος των δύο πρώτων μνημονίων (2014), την περίοδο διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019), και την περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ. Αυτή όμως η περιοδολόγηση, ας μη μας ξεγελάσει: από την άποψη των μεταβολών των μισθών, που εξετάζουμε εδώ, πρόκειται για ενιαία περίοδο. Ας δούμε γιατί.

Η πρώτη περίοδος, από το 2008 έως το τέλος του 2014, αφού εφαρμόστηκαν τα δύο πρώτα μνημόνια, αποτέλεσε την πρώτη φάση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία παραμένει ανοιχτή έως σήμερα. Η κατακόρυφη άνοδος του ποσοστού ανεργίας σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (μεταβίβαση του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τις διαπραγματεύσεις εργατικών συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων στον μονομερή καθορισμό από το υπουργείο Εργασίας, απελευθέρωση των επιχειρήσεων από κανόνες που προστατεύουν την εργασία κ.λπ.) οδήγησαν σε δραματική αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών, που προκάλεσε κατακόρυφη πτώση του μέσου μηνιαίου μισθού από τα 1.812 ευρώ το 2008 στα 1.381 ευρώ το 2014. Στη δεύτερη περίοδο, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015 έως το 2019, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 5,3%. Ήταν η φάση εφαρμογής του τρίτου μνημονίου και της εδραίωσης της πολιτικής που επιβλήθηκε με τα τρία μνημόνια συνολικά ως η μόνη εφικτή πολιτική, η οποία ασκήθηκε οικειοθελώς από τις ελληνικές κυβερνήσεις σε όλες τις αποχρώσεις των εθνικών μας χρωμάτων.

Παρά την αλλαγή κυβερνήσεων (από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, σε ΣΥΡΙΖΑ και μετά ΝΔ) η πορεία μείωσης των μισθών συνεχίζεται

Στην τρίτη περίοδο, αυτή της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε περαιτέρω κατά 4,1% (στη διάρκεια της πανδημίας δεν υπήρξε μεταβολή). Εάν λάβουμε, βέβαια, υπόψη μας ότι ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος για τα χαμηλότερα εισοδήματα (επειδή καταναλώνουν προϊόντα για τα οποία οι ανατιμήσεις ήταν υψηλότερες του μέσου όρου) η μείωση του πραγματικού μισθού στο κάτω μέρος της μισθολογικής κλίμακας ήταν περίπου 8%. Στο σύνολο των ετών 2008-2024, η συνολική μείωση ανήλθε σε 33% εξαιτίας του πληθωρισμού χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις άλλες επιβαρύνσεις που αυξήθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο (μεγαλύτερη συμμετοχή ιδιωτικών δαπανών υγείας στις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών, αυξημένη φορολογική πίεση κλπ). Με δυο λόγια, από το 2008 έως στο τέλος του 2023, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού για απασχόληση με πλήρες ωράριο μειώθηκε εξαιτίας του πληθωρισμού κατά το 1/3.

Συμπέρασμα πρώτο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα είναι ενιαία μακροχρόνια διαδικασία που ήδη έχει εισέλθει στο 15ο έτος της και συνεχίζεται. Στη διάρκεια 14 ετών συνολικά (2009-2023) η αγοραστική δύναμη του μισθού μειώθηκε κατά τα 12 έτη και αυξήθηκε μόνο κατά τα δύο (2015, 2021). Η ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι πρόκειται για διαδικασία της οποίας η δυναμική δεν πρόκειται να ανατραπεί υπό τους παρόντες κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης.

Συμπέρασμα δεύτερο: Η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς μια ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικής απαξίωσης της εργασίας που πραγματοποιείται στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά αποτελεί μοναδική περίπτωση. Αυτό προκύπτει από την ίδια πηγή στοιχείων που χρησιμοποιούμε σε αυτό το άρθρο: στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αγοραστική δύναμη του μέσου πραγματικού μισθού είναι τώρα υψηλότερη ή τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη του 2008 (με εξαίρεση την Ιταλία και την Ολλανδία όπου υπήρξαν μειώσεις περίπου 5%). Ο μέσος μισθός για απασχόληση με πλήρες ωράριο στην Κύπρο, ο οποίος ήταν το 2008 ίσος με τον αντίστοιχο μισθό στην Ελλάδα, είναι σήμερα κατά 40% υψηλότερος (όχι τόσο επειδή αυξήθηκε εκεί αλλά επειδή μειώθηκε εδώ). Στην Πορτογαλία είναι τώρα κατά 23 % υψηλότερος έναντι της Ελλάδας, ενώ το 2008 ήταν κατά 21% χαμηλότερος.

Ο ελληνικός καπιταλισμός αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης διότι αποτελεί την μοναδική περίπτωση επίμονης και διαρκούς κρίσης που έχει πάρει χαρακτηριστικά παρακμής. Ένα από τα συμπτώματα αυτής της παρακμής είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού, για απασχόληση με πλήρες ωράριο, κατ’ ελάχιστο 33%. Εάν η διαδικασία απαξίωσης της εργασίας δεν ανακοπεί, και συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς, η αγοραστική δύναμη του μέσου μηνιαίου μισθού για πλήρες ωράριο, κατά το 2030 θα έχει φτάσει πολύ κοντά στα 1.000 ευρώ σε σημερινές τιμές.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (3.5.24)